- ακαδημαϊκός
- -ή, -ό (Α ἀκαδημαϊκός, -ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία*φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές»2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος)3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Πανεπιστήμιο ή άλλες Ανώτατες Σχολέςφρ. «ακαδημαϊκό έτος», η περίοδος κατά την οποία διαρκούν οι παραδόσεις και οι εξετάσεις«ακαδημαϊκός πολίτης», ο φοιτητής«ακαδημαϊκός όρκος», ο όρκος τών πτυχιούχων και τών διδακτόρων κατά την αναγόρευσή τους4. όποιος ακολουθεί πιστά κανόνες τής τέχνης που θεωρούνται καθιερωμένοι ή κλασικοί«ακαδημαϊκό ύφος», «ακαδημαϊκός ζωγράφος»5. εκείνος που εξετάζει κάτι εντελώς θεωρητικά και με γενικότητες, χωρίς να εξυπηρετεί πρακτικούς σκοπούς«ακαδημαϊκή συζήτηση», «μιλάμε ακαδημαϊκά»αρχ.αυτός που ανήκει στην Ακαδημία τού Πλάτωνος, ο πλατωνικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < Ἀκαδημία.ΠΑΡ. ακαδημαϊκότητα].
Dictionary of Greek. 2013.